- διαψεύδονται
- διαψεύδωdeceivepres ind mp 3rd pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
μένω — (ΑM μένω, Α και μίμνω) 1. στέκομαι σταθερά στην ίδια θέση, παραμένω σε έναν τόπο (α. «μείνε εκεί που είσαι» β. «καὶ τὸ ἐν τῄ ἠπείρῳ στρατόπεδον τῶν Πελοποννησίων κατὰ χώραν ἔμενεν», Θουκ.) 2. διαμένω, παραμένω, διατρίβω, κατοικώ, έχω μόνιμη ή… … Dictionary of Greek
Νταλαντιέ, Εντουάρ — (Εdouard Daladier, Καρπαντρά Προβηγκία 1884 – Παρίσι 1970). Γάλλος πολιτικός. Διετέλεσε εκπαιδευτικός έως το 1919, οπότε εκλέχτηκε βουλευτής. Ριζοσπάστης σοσιαλιστής, ο Ν. παρουσιάστηκε στο προσκήνιο της γαλλικής πολιτικής το 1934 όταν, μετά την… … Dictionary of Greek
Ρήγας Βελεστινλής — (Βελεστίνο 1757 – Βελιγράδι 1798). Πρόδρομος και πρωτομάρτυρας του απελευθερωτικού Αγώνα και ο πιο χαρακτηριστικός τύπος λογίου, που συνδύασε άμεσα το κήρυγμα του διαφωτισμού με την επαναστατική δράση. Πολύ λίγες ιστορικές ειδήσεις έχουμε για τη… … Dictionary of Greek